Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλίχομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλίχομαι:''' [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[επιμένω]] σε [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να απολαύσω [[κάτι]], [[ποθώ]], [[επιθυμώ]] σφοδρά ένα [[πράγμα]]· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</i>, αγωνίσου πώς θα γίνεις [[στρατηγός]], σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να πράξω [[κάτι]], σε Πλάτ. Δημ.
|lsmtext='''γλίχομαι:''' [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[επιμένω]] σε [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να απολαύσω [[κάτι]], [[ποθώ]], [[επιθυμώ]] σφοδρά ένα [[πράγμα]]· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</i>, αγωνίσου πώς θα γίνεις [[στρατηγός]], σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να πράξω [[κάτι]], σε Πλάτ. Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλίχομαι:''' (ῐ) (только praes. и impf.) досл. липнуть, перен. льнуть, цепляться, жадно стремиться (τινος Her., Plat., Arst., Dem., Plut., περί τινος Her., Arst. и τι Plat.): τὰ χίλια τάλαντα, ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Thuc. 1000 талантов, к которым они горячо желали не прикасаться.
}}
}}