ἄτεχνος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεχνος]], -ον) [[τέχνη]]<br />Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, [[άκομψος]], [[απλοϊκός]]<br /><b>2.</b> (για [[πράγμα]]) κακοφτιαγμένος<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αδέξιος]], [[ανεπιτήδειος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ατέχνως</i><br />αμελέτητα [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἄτεχνον</i><br />η [[ανεπιτηδειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσωπα) αυτός που αγνοεί τους κανόνες ή τις αρχές της τέχνης, που δεν έχει [[τεχνική]] [[μόρφωση]], [[εμπειρικός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεχνος]], -ον) [[τέχνη]]<br />Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, [[άκομψος]], [[απλοϊκός]]<br /><b>2.</b> (για [[πράγμα]]) κακοφτιαγμένος<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αδέξιος]], [[ανεπιτήδειος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ατέχνως</i><br />αμελέτητα [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἄτεχνον</i><br />η [[ανεπιτηδειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσωπα) αυτός που αγνοεί τους κανόνες ή τις αρχές της τέχνης, που δεν έχει [[τεχνική]] [[μόρφωση]], [[εμπειρικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που δεν περικλείει [[τέχνη]], [[απαίδευτος]] στους κανόνες της τέχνης, [[ανεπίδεκτος]], [[εμπειρικός]], σε Πλάτ.
}}
}}