3,270,791
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που δεν περικλείει [[τέχνη]], [[απαίδευτος]] στους κανόνες της τέχνης, [[ανεπίδεκτος]], [[εμπειρικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἄτεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που δεν περικλείει [[τέχνη]], [[απαίδευτος]] στους κανόνες της τέχνης, [[ανεπίδεκτος]], [[εμπειρικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτεχνος:''' <b class="num">1)</b> неумелый, неискусный (ἀσθενεῖς ἄνθρωποι Plat.; [[ἄμουσος]] καὶ ἄ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невежественный, неученый (θεαταί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> неискусно сделанный, грубый ([[τριβή]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> безыскусственный, простой (πίστεις Arst.). | |||
}} | }} |