Anonymous

ἄτεχνος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που δεν περικλείει [[τέχνη]], [[απαίδευτος]] στους κανόνες της τέχνης, [[ανεπίδεκτος]], [[εμπειρικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἄτεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που δεν περικλείει [[τέχνη]], [[απαίδευτος]] στους κανόνες της τέχνης, [[ανεπίδεκτος]], [[εμπειρικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτεχνος:''' <b class="num">1)</b> неумелый, неискусный (ἀσθενεῖς ἄνθρωποι Plat.; [[ἄμουσος]] καὶ ἄ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невежественный, неученый (θεαταί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> неискусно сделанный, грубый ([[τριβή]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> безыскусственный, простой (πίστεις Arst.).
}}
}}