3,277,300
edits
(T22) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[γαμίζω]]) ([[passive]], [[present]] γαμίζομαι; [[imperfect]] ἐγαμιζομην); ([[γάμος]]); to [[give]] a [[daughter]] in [[marriage]]: L T Tr WH, 38{b}) G L T Tr WH; [[passive]]: L T Tr WH; (T WH); WH marginal [[reading]] γαμίσκονται). (The [[word]] is mentioned in Apoll. de constr. 3,31, p. 280,10, Bekker edition). (Compare: [[ἐκγαμίζω]].) | |txtha=([[γαμίζω]]) ([[passive]], [[present]] γαμίζομαι; [[imperfect]] ἐγαμιζομην); ([[γάμος]]); to [[give]] a [[daughter]] in [[marriage]]: L T Tr WH, 38{b}) G L T Tr WH; [[passive]]: L T Tr WH; (T WH); WH marginal [[reading]] γαμίσκονται). (The [[word]] is mentioned in Apoll. de constr. 3,31, p. 280,10, Bekker edition). (Compare: [[ἐκγαμίζω]].) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γᾰμέω:''' μέλ. [[γαμέω]], Αττ. συνηρ. γαμῶ, αόρ. αʹ [[ἔγημα]], παρακ. <i>γεγάμηκα</i>, υπερσ. <i>ἐγεγαμήκειν</i>· Μέσ. μέλ. Αττ. <i>γαμοῦμαι</i>, Επικ. γʹ ενικ. Μέσ. μέλ. <i>γαμέσσεται</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγημάμην</i>· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐγαμήθην</i>· ποιητ. μτχ. <i>γαμεθεῖσα</i>, παρακ. <i>γεγάμημαι</i> ([[γάμος]]),<br /><b class="num">I.</b> νυμφεύομαι, δηλ. [[παίρνω]] σύζυγο, Λατ. ducere, λέγεται για τον άνδρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἔγημεθυγατρῶν</i>, νυμφεύφθηκε [[μία]] από τις κόρες του, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., <i>γάμον γαμεῖν</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>ἐκ κακοῦ</i>, <i>ἐξ ἀγαθοῦ γῆμαι</i>, νυμφεύομαι μια [[γυναίκα]] από ταπεινή ή ευγενική [[καταγωγή]], σε Θεόγν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[παραδίδω]] τον εαυτό μου ή το [[παιδί]] μου σε γάμο·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[γυναίκα]], [[δίνω]] τον εαυτό μου σε γάμο, δηλ. παντρεύομαι, [[γίνομαι]] [[νύφη]], Λατ. nubere, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[γήμασθαι]] εἰς..., παντρεύομαι σε μια [[οικογένεια]], [[εισέρχομαι]] ως [[νύφη]] μέσα σε [[οικογένεια]], σε Ευρ.· λέγεται ειρωνικά για άνδρα που τον δυναστεύει η [[γυναίκα]] του, [[κεῖνος]] οὐκ ἔγημεν ἀλλ' ἐγήματο, σε Ανακρ. (πρβλ. Μαρτ. uxori nubere [[nolo]] meae)· έτσι η [[Μήδεια]] αναφέρεται περιφρονητικά στον Ιάσονα σαν να ήταν [[εκείνη]] ο [[άνδρας]], <i>γαμοῦσα σέ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους γονείς, [[παντρεύω]] τα [[παιδιά]] μου ή τα [[αρραβωνιάζω]], [[παίρνω]] [[γυναίκα]] για το γιο μου· [[Πηλεύς]] μοι γυναῖκα γαμέσσεται, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |