βλίττω: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλίττω]] (Α)<br />[[κόβω]] την [[κερήθρα]] και [[τρυγάω]] το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μλι</i>-<i>τιω</i>, μετονοματικό παράγωγο (με μηδενισμένη [[βαθμίδα]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μελιτ</i>-, [[μέλι]]. Οι συσχετισμοί της λ. με τα <i>βλιμάζειν</i> και <i>μαλάσσειν</i> αποτελούν υποθέσεις αβάσιμες].
|mltxt=[[βλίττω]] (Α)<br />[[κόβω]] την [[κερήθρα]] και [[τρυγάω]] το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μλι</i>-<i>τιω</i>, μετονοματικό παράγωγο (με μηδενισμένη [[βαθμίδα]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μελιτ</i>-, [[μέλι]]. Οι συσχετισμοί της λ. με τα <i>βλιμάζειν</i> και <i>μαλάσσειν</i> αποτελούν υποθέσεις αβάσιμες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βλίττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔβλῐσα</i>, [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] των [[μελισσών]], [[τρυγώ]] το [[μέλι]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[βλίττω]] τὸν δῆμον, [[ληστεύω]] το [[μέλι]] από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., [[μέλι]] βλίττεται, σε Πλάτ. (√<i>ΒΛΙΤ</i>, από το <i>μέλιτ-ος</i>, γεν. από το [[μέλι]], το <i>β</i> στη [[θέση]] του <i>μ</i>, πρβλ. [[βλώσκω]] αντί <i>μλώσκω</i>).
}}
}}