3,258,370
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλίττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔβλῐσα</i>, [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] των [[μελισσών]], [[τρυγώ]] το [[μέλι]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[βλίττω]] τὸν δῆμον, [[ληστεύω]] το [[μέλι]] από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., [[μέλι]] βλίττεται, σε Πλάτ. (√<i>ΒΛΙΤ</i>, από το <i>μέλιτ-ος</i>, γεν. από το [[μέλι]], το <i>β</i> στη [[θέση]] του <i>μ</i>, πρβλ. [[βλώσκω]] αντί <i>μλώσκω</i>). | |lsmtext='''βλίττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔβλῐσα</i>, [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] των [[μελισσών]], [[τρυγώ]] το [[μέλι]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[βλίττω]] τὸν δῆμον, [[ληστεύω]] το [[μέλι]] από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., [[μέλι]] βλίττεται, σε Πλάτ. (√<i>ΒΛΙΤ</i>, από το <i>μέλιτ-ος</i>, γεν. από το [[μέλι]], το <i>β</i> στη [[θέση]] του <i>μ</i>, πρβλ. [[βλώσκω]] αντί <i>μλώσκω</i>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλίττω:''' (aor. ἔβλῐσα)<b class="num">1)</b> вырезывать соты из улья, выдавливать мед (Soph., Plat.; τὰ [[σμήνη]] βλίττεται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обирать (δῆμων, [[ὥσπερ]] σφηκιάν τινα Arph.). | |||
}} | }} |