Anonymous

βλίττω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλίττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔβλῐσα</i>, [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] των [[μελισσών]], [[τρυγώ]] το [[μέλι]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[βλίττω]] τὸν δῆμον, [[ληστεύω]] το [[μέλι]] από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., [[μέλι]] βλίττεται, σε Πλάτ. (√<i>ΒΛΙΤ</i>, από το <i>μέλιτ-ος</i>, γεν. από το [[μέλι]], το <i>β</i> στη [[θέση]] του <i>μ</i>, πρβλ. [[βλώσκω]] αντί <i>μλώσκω</i>).
|lsmtext='''βλίττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔβλῐσα</i>, [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] των [[μελισσών]], [[τρυγώ]] το [[μέλι]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[βλίττω]] τὸν δῆμον, [[ληστεύω]] το [[μέλι]] από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., [[μέλι]] βλίττεται, σε Πλάτ. (√<i>ΒΛΙΤ</i>, από το <i>μέλιτ-ος</i>, γεν. από το [[μέλι]], το <i>β</i> στη [[θέση]] του <i>μ</i>, πρβλ. [[βλώσκω]] αντί <i>μλώσκω</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''βλίττω:''' (aor. ἔβλῐσα)<b class="num">1)</b> вырезывать соты из улья, выдавливать мед (Soph., Plat.; τὰ [[σμήνη]] βλίττεται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обирать (δῆμων, [[ὥσπερ]] σφηκιάν τινα Arph.).
}}
}}