γίγγλυμος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γίγγλυμος]] και γιγγλυμός)<br />[[γωνιώδης]] [[άρθρωση]], [[κλείδωση]] που επιτρέπει [[κίνηση]] [[κατά]] ένα άξονα (όπως η [[άρθρωση]] του αγκώνα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρόφιγγα]], [[μεντεσές]] πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου<br /><b>2.</b> [[πόρπη]]<br /><b>3.</b> [[σύνδεσμος]], [[κούμπωμα]] στον θώρακα της πανοπλίας<br /><b>4.</b> ρουφηχτό [[φιλί]] [[στόμα]] με [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό όρο [[προφανώς]] αναδιπλασιασμένο].
|mltxt=ο (Α [[γίγγλυμος]] και γιγγλυμός)<br />[[γωνιώδης]] [[άρθρωση]], [[κλείδωση]] που επιτρέπει [[κίνηση]] [[κατά]] ένα άξονα (όπως η [[άρθρωση]] του αγκώνα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρόφιγγα]], [[μεντεσές]] πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου<br /><b>2.</b> [[πόρπη]]<br /><b>3.</b> [[σύνδεσμος]], [[κούμπωμα]] στον θώρακα της πανοπλίας<br /><b>4.</b> ρουφηχτό [[φιλί]] [[στόμα]] με [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό όρο [[προφανώς]] αναδιπλασιασμένο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γίγγλῠμος:''' ή γιγγλυμός, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[αρμός]], [[άρθρωση]], [[κλείδωση]]·<br /><b class="num">2.</b> [[σύνδεσμος]], [[άρθρωση]] στο θώρακα, σε Ξεν.
}}
}}