Anonymous

γίγγλυμος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γίγγλῠμος:''' ή γιγγλυμός, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[αρμός]], [[άρθρωση]], [[κλείδωση]]·<br /><b class="num">2.</b> [[σύνδεσμος]], [[άρθρωση]] στο θώρακα, σε Ξεν.
|lsmtext='''γίγγλῠμος:''' ή γιγγλυμός, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[αρμός]], [[άρθρωση]], [[κλείδωση]]·<br /><b class="num">2.</b> [[σύνδεσμος]], [[άρθρωση]] στο θώρακα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γίγγλυμος:''' и γιγγλυμός ὁ<br /><b class="num">1)</b> паз, стык (τοῦ θώρακος πτέρυγες ἐν γιγγλύμοις προσθεταί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> анат. сочленение Arst.
}}
}}