γοργωπός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γοργωπός]], -όν (Α)<br />αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γοργός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγριωπός]], [[βλοσυρωπός]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[γοργωπός]], -όν (Α)<br />αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γοργός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγριωπός]], [[βλοσυρωπός]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοργωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό [[βλέμμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, [[γοργώψ]], <i>-ῶπος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ.· θηλ. [[γοργῶπις]], <i>-ιδος</i>, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.
}}
}}