βαρύκτυπος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που βροντάει ή ηχεί [[βαριά]], [[δυνατά]].
|mltxt=[[βαρύκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που βροντάει ή ηχεί [[βαριά]], [[δυνατά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαρύκτῠπος:''' -ον, αυτός που παράγει [[βαρύ]] κτύπο, ήχο, αυτός που βροντά [[δυνατά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
}}
}}