Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαρύκτυπος

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκτῠπος Medium diacritics: βαρύκτυπος Low diacritics: βαρύκτυπος Capitals: ΒΑΡΥΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: barýktypos Transliteration B: baryktypos Transliteration C: varyktypos Beta Code: baru/ktupos

English (LSJ)

βαρύκτυπον, heavy-sounding, loud-thundering, epithet of Zeus, h.Cer.3, Hes. Op.79; of Poseidon, Id.Th.818, Pi.O.1.72, Pae.4.41; also of the sea, AP9.753 (Claudian).

Spanish (DGE)

(βᾰρύκτῠπος) -ον
de golpe o ruido grave epít. de Zeus gravitonante Hes.Op.79, Th.388, Sc.318, h.Cer.3, 334, 441, 460, Semon.2.1, de Posidón β. Ἐννοσίγαιος Hes.Th.818, ἄπυεν βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν llamaba al dios gravitonante de espléndido tridente Pi.O.1.72, cf. N.4.87, Fr.52d.41, Hsch., πόντος AP 9.753 (Claudianus).

German (Pape)

[Seite 434] Ζεύς, furchtbar donnernd, H. h. Cer.; Hes. O. 79; Poseidon, Sc. 318; Th. 818; Pind. Ol. 1, 72 N. 4, 87; übh. laut brausend, πόντος Claudian. 4 (IX, 753).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe avec un bruit sourd ou retentissant (ép. de Zeus, de Poséidon, de la mer).
Étymologie: βαρύς, κτύπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύκτυπος -ον βαρύς, κτύπος zwaar donderend, van Zeus en Poseidon.

Russian (Dvoretsky)

βαρύκτῠπος: HH, Hes., Pind., Anth. = βαρυβρεμέτης.

Greek (Liddell-Scott)

βαρύκτῠπος: -ον, ὁ βαρέως κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· ὡσαύτως τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· ὡσαύτως βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433.

English (Slater)

βᾰρύκτῠπος
1 loud pounding of the sea, and so epithet of Poseidon. βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν (O. 1.72) Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου (N. 4.87) “τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον (Pae. 4.41)

Greek Monolingual

βαρύκτυπος, -ον (Α)
αυτός που βροντάει ή ηχεί βαριά, δυνατά.

Greek Monotonic

βαρύκτῠπος: -ον, αυτός που παράγει βαρύ κτύπο, ήχο, αυτός που βροντά δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Middle Liddell

heavy-sounding, loud-thundering, Hhymn., Hes.