δήμιος: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δήμιος]], ο [ως ουσ.] Α και [[δήμιος]], -ον και [[δάμιος]], -ον και [[δάμιος]], -ία, -ιον)<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[δημόσιος]] [[εκτελεστής]] της θανατικής ποινής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φονιάς]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποφασίζει και μεθοδεύει τον θάνατο άλλων [[χωρίς]] να τους εκτελέσει ο [[ίδιος]] («ο [[δήμιος]] του Άουσβιτς»)<br /><b>3.</b> ο [[τυραννικός]], ο [[καταστροφέας]] («ο [[δήμιος]] τών [[ελευθεριών]] του λαού», «ο [[δήμιος]] τών δικαιωμάτων τών υπαλλήλων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο («[[πρῆξις]] ἰδίη οὐ [[δήμιος]]» — [[ενέργεια]] της ιδιωτικής, όχι της δημόσιας, ζωής)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εκλέγεται, αναδεικνύεται από τον δήμο («αἰσυμνῆται δήμιοι» — κριτές εκλεγμένοι από τον δήμο)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[δήμιος]]<br />ο [[γιατρός]] του δημοσίου για την [[παρακολούθηση]] τών απόρων<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δήμιον</i><br />το [[δημόσιο]], ο [[δήμος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) «δήμια πίνειν» — με δαπάνες του δήμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]. Επειδή το επίθ. [[δήμιος]] σήμαινε «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» άρα και [[δήμιος]] ([[δούλος]]) ήταν ο [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]] για εκτελέσεις καταδίκων, [[σημασία]] που διατήρησε η λ. [[μέχρι]] [[σήμερα]]].
|mltxt=ο (AM [[δήμιος]], ο [ως ουσ.] Α και [[δήμιος]], -ον και [[δάμιος]], -ον και [[δάμιος]], -ία, -ιον)<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[δημόσιος]] [[εκτελεστής]] της θανατικής ποινής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φονιάς]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποφασίζει και μεθοδεύει τον θάνατο άλλων [[χωρίς]] να τους εκτελέσει ο [[ίδιος]] («ο [[δήμιος]] του Άουσβιτς»)<br /><b>3.</b> ο [[τυραννικός]], ο [[καταστροφέας]] («ο [[δήμιος]] τών [[ελευθεριών]] του λαού», «ο [[δήμιος]] τών δικαιωμάτων τών υπαλλήλων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο («[[πρῆξις]] ἰδίη οὐ [[δήμιος]]» — [[ενέργεια]] της ιδιωτικής, όχι της δημόσιας, ζωής)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εκλέγεται, αναδεικνύεται από τον δήμο («αἰσυμνῆται δήμιοι» — κριτές εκλεγμένοι από τον δήμο)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[δήμιος]]<br />ο [[γιατρός]] του δημοσίου για την [[παρακολούθηση]] τών απόρων<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δήμιον</i><br />το [[δημόσιο]], ο [[δήμος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) «δήμια πίνειν» — με δαπάνες του δήμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]. Επειδή το επίθ. [[δήμιος]] σήμαινε «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» άρα και [[δήμιος]] ([[δούλος]]) ήταν ο [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]] για εκτελέσεις καταδίκων, [[σημασία]] που διατήρησε η λ. [[μέχρι]] [[σήμερα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δήμιος:''' -ον και -α, -ον, Δωρ. [[δάμιος]], ([[δῆμος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στο δήμο, [[δημόσιος]], [[κοινός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰσυμνῆται δ</i>., δικαστές εκλεγμένοι από το λαό, στο ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>δήμια πίνειν</i>, με δημόσια [[δαπάνη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[δήμιος]] (ενν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[εκτελεστής]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}