3,277,114
edits
(9) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δέρρις]] και δέρσις, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> δερμάτινο [[κάλυμμα]], [[χιτώνιο]]<br /><b>3.</b> [[παραπέτασμα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δέρρεις</i><br />δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα [[μπροστά]] στα οχυρώματα ή στα [[πλευρά]] πολεμικών πλοίων για [[προφύλαξη]] από ριπτόμενα εχθρικά βέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή, ιδιαίτερα τη στρατιωτική [[γλώσσα]], ενώ κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>δέρσις</i> με [[αφομοίωση]]]. | |mltxt=[[δέρρις]] και δέρσις, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> δερμάτινο [[κάλυμμα]], [[χιτώνιο]]<br /><b>3.</b> [[παραπέτασμα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δέρρεις</i><br />δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα [[μπροστά]] στα οχυρώματα ή στα [[πλευρά]] πολεμικών πλοίων για [[προφύλαξη]] από ριπτόμενα εχθρικά βέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή, ιδιαίτερα τη στρατιωτική [[γλώσσα]], ενώ κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>δέρσις</i> με [[αφομοίωση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δέρρις:''' -εως, ἡ ([[δέρος]]), δερμάτινο [[περίβλημα]] ή [[επένδυση]]· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα [[μπροστά]] από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη [[δύναμη]] των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. [[διφθέρα]], κατεργασμένα δέρματα). | |||
}} | }} |