Anonymous

δέρρις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέρρις:''' -εως, ἡ ([[δέρος]]), δερμάτινο [[περίβλημα]] ή [[επένδυση]]· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα [[μπροστά]] από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη [[δύναμη]] των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. [[διφθέρα]], κατεργασμένα δέρματα).
|lsmtext='''δέρρις:''' -εως, ἡ ([[δέρος]]), δερμάτινο [[περίβλημα]] ή [[επένδυση]]· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα [[μπροστά]] από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη [[δύναμη]] των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. [[διφθέρα]], κατεργασμένα δέρματα).
}}
{{elru
|elrutext='''δέρρις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> Anth. = [[δέρμα]] 2;<br /><b class="num">2)</b> кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.).
}}
}}