διαδρηστεύω: Difference between revisions

3
(Bailly1_2)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’enfuir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δρήστης]], ion. c. [[δράστης]].
|btext=s’enfuir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δρήστης]], ion. c. [[δράστης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]].
}}
}}