3,274,201
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]]. | |lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαδρηστεύω:''' убегать, удирать (Her. - v. l. к *[[διαπρηστεύω]]). | |||
}} | }} |