διάγλυπτος: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάγλυπτος]], -ον) [[διαγλύφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάγλυπτον</i><br />το κοσμημένο με πολλές γλυφές.
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάγλυπτος]], -ον) [[διαγλύφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάγλυπτον</i><br />το κοσμημένο με πολλές γλυφές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάγλυπτος:''' -ον, χαραγμένος, [[γλυπτός]], εγχάρακτος, σε Ανθ.
}}
}}