3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γυναικείος]], -α, -ο (AM [[γυναικείος]], -α, -ον<br />Α και [[γυναικήιος]], -η, -ον<br />Μ και [[γυναικείος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που ανήκει σε [[γυναίκα]] ή προορίζεται γι' αυτήν<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηλυπρεπής]]<br />II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>ἡ γυναικηΐη</i><br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γυναικών]]<br />III. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το γυναικείο</i> (Μ γυναικεῑον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[γυναικωνίτης]] της εκκλησίας<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χώρος]] εργασίας τών [[γυναικών]]<br />IV. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα γυναικεία</i> και γυναικεία (AM τὰ γυναικεῑα)<br /><b>1.</b> τα γεννητικά όργανα της γυναίκας<br /><b>2.</b> τα [[έμμηνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γυναικολογικές διαταραχές<br /><b>2.</b> αφροδίσια νοσήματα<br /><b>3.</b> γυναικεία φορέματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απασχολήσεις τών [[γυναικών]]<br /><b>2.</b> φάρμακα για γυναικολογικές παθήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γυναικείος]], [[γυναικήιος]] <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρείος]], <i>ανδρήιος</i>)]. | |mltxt=και [[γυναικείος]], -α, -ο (AM [[γυναικείος]], -α, -ον<br />Α και [[γυναικήιος]], -η, -ον<br />Μ και [[γυναικείος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που ανήκει σε [[γυναίκα]] ή προορίζεται γι' αυτήν<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηλυπρεπής]]<br />II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>ἡ γυναικηΐη</i><br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γυναικών]]<br />III. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το γυναικείο</i> (Μ γυναικεῑον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[γυναικωνίτης]] της εκκλησίας<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χώρος]] εργασίας τών [[γυναικών]]<br />IV. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα γυναικεία</i> και γυναικεία (AM τὰ γυναικεῑα)<br /><b>1.</b> τα γεννητικά όργανα της γυναίκας<br /><b>2.</b> τα [[έμμηνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γυναικολογικές διαταραχές<br /><b>2.</b> αφροδίσια νοσήματα<br /><b>3.</b> γυναικεία φορέματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απασχολήσεις τών [[γυναικών]]<br /><b>2.</b> φάρμακα για γυναικολογικές παθήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γυναικείος]], [[γυναικήιος]] <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρείος]], <i>ανδρήιος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γῠναικεῖος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, Ιων. [[γυναικήιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[γυνή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει στη [[γυναίκα]], ο όμοιος με [[γυναίκα]], αυτός που ταιριάζει στη [[φύση]] της, ο [[θηλυκός]], Λατ. [[muliebris]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα [[θεός]], η Ρωμαία [[bona]] [[dea]] ([[καλή]] [[θεά]]), σε Πλούτ.· [[γυναικεῖος]] [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] με τις γυναίκες, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[θηλυπρεπής]], εκθηλυσμένος, [[μαλθακός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = [[γυναικών]], το γυναικείο οικιακό [[διαμέρισμα]], το [[χαρέμι]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |