γουνός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γουνός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[εύφορος]], [[γόνιμος]] [[τόπος]]<br /><b>2.</b> ύψωμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] ήδη ομηρική που από την [[αρχαιότητα]] ερμηνεύθηκε διττά: ως «[[υψηλός]] [[τόπος]]» και ως «γονιμώτατος [[τόπος]]» (η δεύτερη [[ερμηνεία]] δεν [[είναι]] [[καθολικά]] αποδεκτή). Ο τ. [[γουνός]] (με τη [[σημασία]] «[[υψηλός]] [[τόπος]]») <span style="color: red;"><</span> <i>γονFος</i>, παρεκτεταμένος τ. του [[γόνυ]], ενώ αμφισβητήσιμη θεωρείται η [[αναγωγή]] του θεσσαλικού τοπωνυμίου <i>Γόννος</i> στο <i>γονFος</i>].
|mltxt=[[γουνός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[εύφορος]], [[γόνιμος]] [[τόπος]]<br /><b>2.</b> ύψωμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] ήδη ομηρική που από την [[αρχαιότητα]] ερμηνεύθηκε διττά: ως «[[υψηλός]] [[τόπος]]» και ως «γονιμώτατος [[τόπος]]» (η δεύτερη [[ερμηνεία]] δεν [[είναι]] [[καθολικά]] αποδεκτή). Ο τ. [[γουνός]] (με τη [[σημασία]] «[[υψηλός]] [[τόπος]]») <span style="color: red;"><</span> <i>γονFος</i>, παρεκτεταμένος τ. του [[γόνυ]], ενώ αμφισβητήσιμη θεωρείται η [[αναγωγή]] του θεσσαλικού τοπωνυμίου <i>Γόννος</i> στο <i>γονFος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γουνός:''' αμφίβ. [[λέξη]], πιθ. = <i>βουνὸς</i> (βλ. Β, β III), [[λόφος]] χώματος· <i>γουνὸς Ἀθηνάων</i>, ο [[λόφος]] ή η [[ακρόπολη]] της Αθήνας, σε Ομήρ. Οδ.· ὁγουνὸς ὁ [[Σουνιακός]], ο [[λόφος]] του Σουνίου, σε Ηρόδ.· <i>ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς</i>, πάνω στην πλαγιά του αλωνιού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}