Anonymous

γουνός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γουνός:''' αμφίβ. [[λέξη]], πιθ. = <i>βουνὸς</i> (βλ. Β, β III), [[λόφος]] χώματος· <i>γουνὸς Ἀθηνάων</i>, ο [[λόφος]] ή η [[ακρόπολη]] της Αθήνας, σε Ομήρ. Οδ.· ὁγουνὸς ὁ [[Σουνιακός]], ο [[λόφος]] του Σουνίου, σε Ηρόδ.· <i>ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς</i>, πάνω στην πλαγιά του αλωνιού, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''γουνός:''' αμφίβ. [[λέξη]], πιθ. = <i>βουνὸς</i> (βλ. Β, β III), [[λόφος]] χώματος· <i>γουνὸς Ἀθηνάων</i>, ο [[λόφος]] ή η [[ακρόπολη]] της Αθήνας, σε Ομήρ. Οδ.· ὁγουνὸς ὁ [[Σουνιακός]], ο [[λόφος]] του Σουνίου, σε Ηρόδ.· <i>ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς</i>, πάνω στην πλαγιά του αλωνιού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γουνός:''' <b class="num">I</b> эп.-ион. gen. к [[γόνυ]].<br /><b class="num">II</b> ὁ бугор, холм, нагорье (Ἀθηνάων Hom. и γουνοὶ Ἀθανᾶν Pind.; γουνοὶ Νεμείης Hes.; γ. [[Σουνιακός]] Her.): γ. ἀλωῆς Hom. сад на возвышенности.
}}
}}