διαδέω: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[διαδώ]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[διαδώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]], κι απ' τις [[δύο]] μεριές, τὸ [[πλοῖον]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διαδεδεμένος</i>, αυτός που είναι δεμένος [[σφιχτά]], σε Πλάτ.
}}
}}