Anonymous

διαδέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]], κι απ' τις [[δύο]] μεριές, τὸ [[πλοῖον]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διαδεδεμένος</i>, αυτός που είναι δεμένος [[σφιχτά]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]], κι απ' τις [[δύο]] μεριές, τὸ [[πλοῖον]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διαδεδεμένος</i>, αυτός που είναι δεμένος [[σφιχτά]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδέω:''' <b class="num">1)</b> обвязывать, перевязывать ([[πλοῖον]] [[ἀμφοτέρωθεν]] Her.; τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arst.): διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι Luc. (или μίτρᾳ Diod.) с диадемой (или митрой) на голове;<br /><b class="num">2)</b> связывать (σχοινίοισί τινα Her.);<br /><b class="num">3)</b> привязывать (ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι Plat.).
}}
}}