3,260,316
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]], κι απ' τις [[δύο]] μεριές, τὸ [[πλοῖον]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διαδεδεμένος</i>, αυτός που είναι δεμένος [[σφιχτά]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[ολόγυρα]], κι απ' τις [[δύο]] μεριές, τὸ [[πλοῖον]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διαδεδεμένος</i>, αυτός που είναι δεμένος [[σφιχτά]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαδέω:''' <b class="num">1)</b> обвязывать, перевязывать ([[πλοῖον]] [[ἀμφοτέρωθεν]] Her.; τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arst.): διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι Luc. (или μίτρᾳ Diod.) с диадемой (или митрой) на голове;<br /><b class="num">2)</b> связывать (σχοινίοισί τινα Her.);<br /><b class="num">3)</b> привязывать (ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι Plat.). | |||
}} | }} |