δίκροτος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δίκροτος]], -ον)<br /><b>φρ.</b> «[[δίκροτος]], [[σφυγμός]]» — ο [[σφυγμός]] που χτυπάει δύο φορές σε [[κάθε]] [[συστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίκροτο]] πολεμικό ιστιοφόρο (17ος-19ος [[αιώνας]]) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δικρότοισι κώπαις» — ενώ τα [[κουπιά]] χτυπούσαν το [[κύμα]] κι απ' τις δυο μεριές του πλοίου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίκροτος]] ἀμαξιτός» — [[δρόμος]] από τον οποίο χωρούσαν να περάσουν δύο άμαξες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίκροτος]]<br />[[πλοίο]] με δύο σειρές κουπιών σε [[κάθε]] [[πλευρά]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[δίκροτος]], -ον)<br /><b>φρ.</b> «[[δίκροτος]], [[σφυγμός]]» — ο [[σφυγμός]] που χτυπάει δύο φορές σε [[κάθε]] [[συστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίκροτο]] πολεμικό ιστιοφόρο (17ος-19ος [[αιώνας]]) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δικρότοισι κώπαις» — ενώ τα [[κουπιά]] χτυπούσαν το [[κύμα]] κι απ' τις δυο μεριές του πλοίου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίκροτος]] ἀμαξιτός» — [[δρόμος]] από τον οποίο χωρούσαν να περάσουν δύο άμαξες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίκροτος]]<br />[[πλοίο]] με δύο σειρές κουπιών σε [[κάθε]] [[πλευρά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίκροτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κάνει διπλό κρότο, «χτυπά» διπλά, <i>κῶπαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για καράβια, με διπλά [[κουπιά]] ή με [[δύο]] σειρές κουπιών, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δ. [[ἁμαξιτός]], [[οδός]] για [[δύο]] άμαξες, σε Ευρ.
}}
}}