διΐστημι: Difference between revisions

4
(T21)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist διέστησα; 2nd aorist διέστην; (from [[Homer]] [[down]]); to [[place]] [[separately]], [[put]] [[asunder]], [[disjoin]]; in the [[middle]] (or [[passive]]) and the [[perfect]] and 2nd aorist [[active]] to [[stand]] [[apart]], to [[part]], [[depart]]: βραχύ δέ διαστήσαντες, [[namely]], ἑαυτούς or [[τήν]] ναῦν (cf. Buttmann, 47 (41)), [[when]] [[they]] had [[gone]] a [[little]] [[distance]], viz. from the [[place]] [[before]] mentioned, i. e. having [[gone]] a [[little]] [[farther]], διαστάσης ὥρας μιᾶς [[one]] [[hour]] having intervened, διέστη ἀπ' αὐτῶν parted, withdrew from [[them]], Luke 24:51.
|txtha=1st aorist διέστησα; 2nd aorist διέστην; (from [[Homer]] [[down]]); to [[place]] [[separately]], [[put]] [[asunder]], [[disjoin]]; in the [[middle]] (or [[passive]]) and the [[perfect]] and 2nd aorist [[active]] to [[stand]] [[apart]], to [[part]], [[depart]]: βραχύ δέ διαστήσαντες, [[namely]], ἑαυτούς or [[τήν]] ναῦν (cf. Buttmann, 47 (41)), [[when]] [[they]] had [[gone]] a [[little]] [[distance]], viz. from the [[place]] [[before]] mentioned, i. e. having [[gone]] a [[little]] [[farther]], διαστάσης ὥρας μιᾶς [[one]] [[hour]] having intervened, διέστη ἀπ' αὐτῶν parted, withdrew from [[them]], Luke 24:51.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[τοποθετώ]] ξεχωριστά, [[διακρίνω]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] κάποιον σε [[απόσταση]], σε [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>δ. τὴν Ἑλλάδα</i>, [[σπέρνω]] [[διχόνοια]], [[διαιρώ]] σε φατρίες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. και Παθ., με αόρ. βʹ, παρακ., και Ενεργ. υπερσ., [[στέκομαι]] [[χωριστά]], είμαι διαχωρισμένος, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θάλασσα]] διΐστατο, η [[θάλασσα]] ανοιγόταν, στο ίδ.· <i>τὰ διεστεῶτα</i>, χάσματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[διαχωρίζω]], βρίσκομαι σε [[διαφορά]], [[αντιδικώ]], [[ερίζω]], [[φιλονικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· <i>διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων</i>, συμμάχησε με τη [[μία]] ή την [[άλλη]] [[μεριά]], στον ίδ.· [[απλώς]], [[διαφέρω]], είμαι [[διαφορετικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χωρίζομαι [[μετά]] τη [[μάχη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[στέκομαι]] σε συγκεκριμένες αποστάσεις ή διαστήματα, στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, <i>δ. κατὰ διακοσίους</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> στον Μέσ. αόρ. αʹ είναι μτβ., [[διαχωρίζω]], [[αποχωρίζω]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
}}