Anonymous

διΐστημι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[τοποθετώ]] ξεχωριστά, [[διακρίνω]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] κάποιον σε [[απόσταση]], σε [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>δ. τὴν Ἑλλάδα</i>, [[σπέρνω]] [[διχόνοια]], [[διαιρώ]] σε φατρίες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. και Παθ., με αόρ. βʹ, παρακ., και Ενεργ. υπερσ., [[στέκομαι]] [[χωριστά]], είμαι διαχωρισμένος, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θάλασσα]] διΐστατο, η [[θάλασσα]] ανοιγόταν, στο ίδ.· <i>τὰ διεστεῶτα</i>, χάσματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[διαχωρίζω]], βρίσκομαι σε [[διαφορά]], [[αντιδικώ]], [[ερίζω]], [[φιλονικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· <i>διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων</i>, συμμάχησε με τη [[μία]] ή την [[άλλη]] [[μεριά]], στον ίδ.· [[απλώς]], [[διαφέρω]], είμαι [[διαφορετικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χωρίζομαι [[μετά]] τη [[μάχη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[στέκομαι]] σε συγκεκριμένες αποστάσεις ή διαστήματα, στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, <i>δ. κατὰ διακοσίους</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> στον Μέσ. αόρ. αʹ είναι μτβ., [[διαχωρίζω]], [[αποχωρίζω]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
|lsmtext='''διΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[τοποθετώ]] ξεχωριστά, [[διακρίνω]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] κάποιον σε [[απόσταση]], σε [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>δ. τὴν Ἑλλάδα</i>, [[σπέρνω]] [[διχόνοια]], [[διαιρώ]] σε φατρίες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. και Παθ., με αόρ. βʹ, παρακ., και Ενεργ. υπερσ., [[στέκομαι]] [[χωριστά]], είμαι διαχωρισμένος, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θάλασσα]] διΐστατο, η [[θάλασσα]] ανοιγόταν, στο ίδ.· <i>τὰ διεστεῶτα</i>, χάσματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[διαχωρίζω]], βρίσκομαι σε [[διαφορά]], [[αντιδικώ]], [[ερίζω]], [[φιλονικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· <i>διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων</i>, συμμάχησε με τη [[μία]] ή την [[άλλη]] [[μεριά]], στον ίδ.· [[απλώς]], [[διαφέρω]], είμαι [[διαφορετικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χωρίζομαι [[μετά]] τη [[μάχη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[στέκομαι]] σε συγκεκριμένες αποστάσεις ή διαστήματα, στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, <i>δ. κατὰ διακοσίους</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> στον Μέσ. αόρ. αʹ είναι μτβ., [[διαχωρίζω]], [[αποχωρίζω]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διΐστημι:''' (fut. [[διαστήσω]], aor. 1 διέστησα; для неперех. знач. - aor. 2 [[διέστην]], pf. διέστηκα, ppf. διειστήκειν)<br /><b class="num">1)</b> расставлять, размещать (τοὺς λόχους Thuc.): διιστάμενοι πρὸς ἀλλήλους Arst. находясь на расстоянии друг от друга; [[θάλασσα]] διΐστατο Hom. (широко) расстилалось море; med. расставлять, раскидывать (ἀράχνια λεπτά Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> раскалывать, расщеплять ([[ξύλον]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> раскрывать: τοῖς διισταμένοις (sc. ὀφθαλμοῖς) Arst. при (широко) раскрытых глазах;<br /><b class="num">4)</b> разделять, раздроблять, расчленять (τὴν Ἑλλάδα Her.; τοὺς Ἓλληνας εἰς μέρη Dem.; διέκοπτεν αὐτοὺς καὶ διΐστη ὁ [[πολέμιος]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> отделять, различать, отличать (ἡδονὴν ἀπὸ τῆς ὑγιείας Plut.; med. γένη Plat.);<br /><b class="num">6)</b> разлучать, склонять к отпадению (τινά τινος Thuc., Arph.);<br /><b class="num">7)</b> лог. разлагать, делить (κατ᾽ εἴδη Plat.);<br /><b class="num">8)</b> отходить, отступать (οἱ πολέμιοι διέστησαν Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> расступаться, расходиться, разделяться, разлучаться: ἀγωνιζόμενοι διέστησαν [[χωρίς]] Her. после боя (войска) разошлись; διέστησαν κατὰ διακοσιους Thuc. они разбились на группы по двести человек; ἡ [[διάστασις]] τῶν διεστηκότων Arst. расстояние между удаленными друг от друга предметами; [[διαστήτην]] ἐρίσαντε Hom. (Атрид и Ахилл) разошлись в ссоре; ἡ [[Πελοπόννησος]] ἅπασα διειστήκει Dem. весь Пелопоннес был охвачен междоусобиями; ὁ [[δῆμος]] διέστη Plat. народ разделился на (враждебные) партии; τοῦ ἀνδρὸς διαστᾶσα Plut. разведенная жена;<br /><b class="num">10)</b> расседаться, раскалываться: τὰ διεστεῶτα Her. расселины, трещины;<br /><b class="num">11)</b> различаться, отличаться (πρὸς ἀλλήλους Arst.): πλούτου [[ἀρετὴ]] διέστηκεν (pf. = praes.) Plat. богатство и добродетель вещи разные; πολὺ διεστῶτα или διεστηκότα Arst. весьма различные вещи; ἐν [[ταύτῃ]] τῇ διαφορᾷ καὶ ἡ [[τραγῳδία]] πρὸς τὴν κωμῳδίαν διέστηκεν Arst. в этом же состоит и отличие трагедии от комедии.
}}
}}