διορθωτής: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διορθωτής]]) [[διορθώ]]<br />αυτός που διορθώνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη [[διόρθωση]] δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών<br /><b>2.</b> διορθωτήρας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που αποκαθιστά την ορθή [[γραφή]] στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων<br /><b>μσν.</b><br />[[ρυθμιστής]], [[διοικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβουλος]], [[επιμελητής]]<br /><b>2.</b> [[ανορθωτής]].
|mltxt=ο (AM [[διορθωτής]]) [[διορθώ]]<br />αυτός που διορθώνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη [[διόρθωση]] δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών<br /><b>2.</b> διορθωτήρας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που αποκαθιστά την ορθή [[γραφή]] στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων<br /><b>μσν.</b><br />[[ρυθμιστής]], [[διοικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβουλος]], [[επιμελητής]]<br /><b>2.</b> [[ανορθωτής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διορθωτής:''' -οῦ, ὁ, [[διορθωτής]], [[επανορθωτής]], σε Πλούτ.
}}
}}