διορθωτής
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
διορθωτοῦ, ὁ,
A a corrector, διορθωτὴς τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; διορθωτὴς τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1.
2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.
Spanish (DGE)
διορθωτοῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης διορθωτής Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
•de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας ἀκούσιον μίασμα θεραπευέτω = y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
•autor de una edición crítica, editor ὁ διορθωτὴς λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί = correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias = διορθωτὴς τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, διορθωτὴς καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡγεμόνα καὶ διορθωτήν ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.
French (Bailly abrégé)
διορθωτοῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.
German (Pape)
ὁ, Verbesserer, τῆς πολιτείας, heißt Solon Plut. Sol. 16. – Vom Verbesserer eines Buches, der eine berichtigte Ausgabe besorgt, Galen. und Schol.
Russian (Dvoretsky)
διορθωτής: διορθωτοῦ ὁ
1 реформатор (διορθωτὴς καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2 исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.
Greek Monolingual
ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.
Greek Monotonic
διορθωτής: διορθωτοῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διορθωτής, διορθωτοῦ, n [from διορθόω
a corrector, reformer, Plut.