δοκός: Difference between revisions

350 bytes added ,  30 December 2018
4
(9)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δοκός]])<br />μακρύ, χοντρό, με τετράγωνη ή ορθογώνια [[τομή]] [[ξύλο]] που στηρίζει τη [[στέγη]], [[πάτερο]], [[τράβο]], γρεντιά<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[υποστήριγμα]] από οποιαδήποτε ύλη ([[μέταλλο]], [[μπετόν]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ξύλο]] χοντρό<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] πόρτας<br /><b>3.</b> [[είδος]] μετεώρου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> καυσόξυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δοκ</i>- του [[δέχομαι]], με σημ. «αυτή που δέχεται τη [[στέγη]]»].
|mltxt=η (AM [[δοκός]])<br />μακρύ, χοντρό, με τετράγωνη ή ορθογώνια [[τομή]] [[ξύλο]] που στηρίζει τη [[στέγη]], [[πάτερο]], [[τράβο]], γρεντιά<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[υποστήριγμα]] από οποιαδήποτε ύλη ([[μέταλλο]], [[μπετόν]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ξύλο]] χοντρό<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] πόρτας<br /><b>3.</b> [[είδος]] μετεώρου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> καυσόξυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δοκ</i>- του [[δέχομαι]], με σημ. «αυτή που δέχεται τη [[στέγη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοκός:''' ἡ, μεταγεν., ὁ, ([[δέχομαι]]), [[δοκάρι]] που στηρίζει το [[ταβάνι]], πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[δοκάρι]] ή [[μαδέρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· [[μοχλός]] πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ.
}}
}}