Anonymous

δοκός: Difference between revisions

From LSJ
395 bytes added ,  31 December 2018
1b
(4)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοκός:''' ἡ, μεταγεν., ὁ, ([[δέχομαι]]), [[δοκάρι]] που στηρίζει το [[ταβάνι]], πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[δοκάρι]] ή [[μαδέρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· [[μοχλός]] πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δοκός:''' ἡ, μεταγεν., ὁ, ([[δέχομαι]]), [[δοκάρι]] που στηρίζει το [[ταβάνι]], πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[δοκάρι]] ή [[μαδέρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· [[μοχλός]] πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοκός:''' ἡ (Luc., Diog. L. тж. ὁ)<br /><b class="num">1)</b> брус, бревно, балка Hom., Thuc., Arph., Luc.: τὴν δοκὸν φέρειν погов. Arst. таскать бревно, т. е. нудно или монотонно говорить (об ораторе);<br /><b class="num">2)</b> «брус» (род метеора) Diog. L.
}}
}}