διάχρυσος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α -ος, -ον)<br /><b>1.</b> ο υφασμένος με χρυσό, [[χρυσοΰφαντος]]<br /><b>2.</b> ο στολισμένος με χρυσό.
|mltxt=-ο (Α -ος, -ον)<br /><b>1.</b> ο υφασμένος με χρυσό, [[χρυσοΰφαντος]]<br /><b>2.</b> ο στολισμένος με χρυσό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάχρῡσος:''' -ον, αυτός που αναμειγνύεται με χρυσό, σε Δημ.
}}
}}