δολιχεύω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολιχεύω]] (AM) [[δόλιχος]]<br /><b>1.</b> [[δολιχοδρομώ]]<br /><b>2.</b> [[διανύω]] μεγάλο [[διάστημα]], [[πηγαίνω]] [[μακριά]].
|mltxt=[[δολιχεύω]] (AM) [[δόλιχος]]<br /><b>1.</b> [[δολιχοδρομώ]]<br /><b>2.</b> [[διανύω]] μεγάλο [[διάστημα]], [[πηγαίνω]] [[μακριά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[δολιχοδρομέω]], σε Ανθ.
}}
}}