δυσπαθής: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευαίσθητος]], [[ευπαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, που δεν υφίσταται [[επίδραση]].
|mltxt=[[δυσπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευαίσθητος]], [[ευπαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, που δεν υφίσταται [[επίδραση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες, σε Πλούτ.· [[απαθής]], [[αναίσθητος]], [[ατάραχος]], σε Λουκ.
}}
}}