3,242,423
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευαίσθητος]], [[ευπαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, που δεν υφίσταται [[επίδραση]]. | |mltxt=[[δυσπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευαίσθητος]], [[ευπαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, που δεν υφίσταται [[επίδραση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες, σε Πλούτ.· [[απαθής]], [[αναίσθητος]], [[ατάραχος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |