3,274,129
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές και [[δύστυχος]], -η, -ο (AM [[δυστυχής]], -ές<br />Μ και [[δύστυχος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει κακή [[τύχη]], που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες ή [[δεινά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δυστυχώς]] (AM [[δυστυχώς]])<br />με κακή [[τύχη]], με μεγάλες δυσκολίες και βάσανα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως μονολεκτική [[απάντηση]] ή [[κρίση]]) [[κατά]] κακή [[τύχη]], [[κρίμα]] που... | |mltxt=-ές και [[δύστυχος]], -η, -ο (AM [[δυστυχής]], -ές<br />Μ και [[δύστυχος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει κακή [[τύχη]], που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες ή [[δεινά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δυστυχώς]] (AM [[δυστυχώς]])<br />με κακή [[τύχη]], με μεγάλες δυσκολίες και βάσανα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως μονολεκτική [[απάντηση]] ή [[κρίση]]) [[κατά]] κακή [[τύχη]], [[κρίμα]] που... | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυστῠχής:''' -ές ([[τύχη]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ατυχής]], [[δυστυχής]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>τὰ δυστυχῆ = δυστυχίαι</i>, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-χῶς</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακότυχος]], [[προάγγελος]], [[πρόξενος]] κακών, στον ίδ. | |||
}} | }} |