δυσαίων: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαίων]], ο, η (Α)<br />δυστυχισμένος («[[δυσαίων]] [[αἰών]]» — άθλια ζωή).
|mltxt=[[δυσαίων]], ο, η (Α)<br />δυστυχισμένος («[[δυσαίων]] [[αἰών]]» — άθλια ζωή).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που διάγει δύσκολη [[ζωή]], [[πλέον]] [[δυστυχής]], δυστυχισμένος, [[κακομοίρης]], σε Αισχύλ., Σοφ.· αἰὼν [[δυσαίων]], μια [[ζωή]] που δεν είναι [[ζωή]], [[ζωή]] ψευτοζωή, [[βίος]] [[αβίωτος]], σε Ευρ.
}}
}}