Anonymous

δυσαίων: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που διάγει δύσκολη [[ζωή]], [[πλέον]] [[δυστυχής]], δυστυχισμένος, [[κακομοίρης]], σε Αισχύλ., Σοφ.· αἰὼν [[δυσαίων]], μια [[ζωή]] που δεν είναι [[ζωή]], [[ζωή]] ψευτοζωή, [[βίος]] [[αβίωτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δυσαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που διάγει δύσκολη [[ζωή]], [[πλέον]] [[δυστυχής]], δυστυχισμένος, [[κακομοίρης]], σε Αισχύλ., Σοφ.· αἰὼν [[δυσαίων]], μια [[ζωή]] που δεν είναι [[ζωή]], [[ζωή]] ψευτοζωή, [[βίος]] [[αβίωτος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαίων:''' ωνος adj.<br /><b class="num">1)</b> влачащий тяжелую жизнь, крайне бедствующий (sc. [[Οἰδίπους]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> полный горя, бедственный ([[βίος]], [[αἰών]] Eur.).
}}
}}