δυσοίζω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσοίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]].
|mltxt=[[δυσοίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσοίζω:''' [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι, σε Ευρ.· [[δυσοίζω]] φόβῳ, [[τρέμω]] από φόβο [[μπροστά]] σε [[κάτι]], με αιτ., σε Αισχύλ. (το [[οἴζω]] σχηματίζεται από το <i>οἶ</i> ωχ! όπως το [[οἰμώζω]] από το <i>οἴμαι</i>).
}}
}}