Anonymous

δυσοίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσοίζω:''' [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι, σε Ευρ.· [[δυσοίζω]] φόβῳ, [[τρέμω]] από φόβο [[μπροστά]] σε [[κάτι]], με αιτ., σε Αισχύλ. (το [[οἴζω]] σχηματίζεται από το <i>οἶ</i> ωχ! όπως το [[οἰμώζω]] από το <i>οἴμαι</i>).
|lsmtext='''δυσοίζω:''' [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι, σε Ευρ.· [[δυσοίζω]] φόβῳ, [[τρέμω]] από φόβο [[μπροστά]] σε [[κάτι]], με αιτ., σε Αισχύλ. (το [[οἴζω]] σχηματίζεται από το <i>οἶ</i> ωχ! όπως το [[οἰμώζω]] από το <i>οἴμαι</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''δυσοίζω:''' (тж. δ. φόβῳ Aesch.) тж. med. быть в страхе, бояться: μηδὲν δύσοιζ᾽ οὐ (v. l. δυσοίζου) πολεμίους δρᾶσαι [[τάδε]] Eur. не думай, что это сделали не враги.
}}
}}