3,274,917
edits
(10) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἷμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]]<br /><b>2.</b> [[στρωσίδι]], [[σκέπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μα</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[αντέκταση]] του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. <i>Fεσ</i>- απαντά στο [[έννυμι]]. Η λ. [[είμα]], της οποίας πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο πληθ. <i>είματα</i>, αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>vas</i>-<i>man</i>- «[[ένδυμα]]» και εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ειμων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αβροείμων]], [[ανείμων]], <i>δνοφοείμων</i>, [[δροσοείμων]], [[δυσείμων]], [[ευείμων]], [[κακοείμων]], [[κροκοείμων]], [[λαμπρείμων]], [[λαμπροείμων]], [[λευκοείμων]], [[μεγαλοείμων]], [[μελανείμων]], [[μελανοείμων]], [[μελανονεκυοείμων]], [[μονοείμων]], [[ποικιλείμων]], [[πολυείμων]], [[πτεροείμων]], [[φαιδροείμων]], [[φοινικοείμων]], [[χρυσοείμων]]. | |mltxt=[[εἷμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]]<br /><b>2.</b> [[στρωσίδι]], [[σκέπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μα</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[αντέκταση]] του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. <i>Fεσ</i>- απαντά στο [[έννυμι]]. Η λ. [[είμα]], της οποίας πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο πληθ. <i>είματα</i>, αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>vas</i>-<i>man</i>- «[[ένδυμα]]» και εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ειμων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αβροείμων]], [[ανείμων]], <i>δνοφοείμων</i>, [[δροσοείμων]], [[δυσείμων]], [[ευείμων]], [[κακοείμων]], [[κροκοείμων]], [[λαμπρείμων]], [[λαμπροείμων]], [[λευκοείμων]], [[μεγαλοείμων]], [[μελανείμων]], [[μελανοείμων]], [[μελανονεκυοείμων]], [[μονοείμων]], [[ποικιλείμων]], [[πολυείμων]], [[πτεροείμων]], [[φαιδροείμων]], [[φοινικοείμων]], [[χρυσοείμων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἷμα:''' -ατος, τό ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένδυμα]]· στον πληθ., ρούχα, [[ένδυση]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκέπασμα]], [[τάπητας]], [[στρώμα]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |