Anonymous

εἷμα: Difference between revisions

From LSJ
310 bytes added ,  30 December 2018
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἷμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]]<br /><b>2.</b> [[στρωσίδι]], [[σκέπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μα</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[αντέκταση]] του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. <i>Fεσ</i>- απαντά στο [[έννυμι]]. Η λ. [[είμα]], της οποίας πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο πληθ. <i>είματα</i>, αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>vas</i>-<i>man</i>- «[[ένδυμα]]» και εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ειμων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αβροείμων]], [[ανείμων]], <i>δνοφοείμων</i>, [[δροσοείμων]], [[δυσείμων]], [[ευείμων]], [[κακοείμων]], [[κροκοείμων]], [[λαμπρείμων]], [[λαμπροείμων]], [[λευκοείμων]], [[μεγαλοείμων]], [[μελανείμων]], [[μελανοείμων]], [[μελανονεκυοείμων]], [[μονοείμων]], [[ποικιλείμων]], [[πολυείμων]], [[πτεροείμων]], [[φαιδροείμων]], [[φοινικοείμων]], [[χρυσοείμων]].
|mltxt=[[εἷμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]]<br /><b>2.</b> [[στρωσίδι]], [[σκέπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μα</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[αντέκταση]] του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. <i>Fεσ</i>- απαντά στο [[έννυμι]]. Η λ. [[είμα]], της οποίας πιο [[εύχρηστος]] [[είναι]] ο πληθ. <i>είματα</i>, αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>vas</i>-<i>man</i>- «[[ένδυμα]]» και εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ειμων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αβροείμων]], [[ανείμων]], <i>δνοφοείμων</i>, [[δροσοείμων]], [[δυσείμων]], [[ευείμων]], [[κακοείμων]], [[κροκοείμων]], [[λαμπρείμων]], [[λαμπροείμων]], [[λευκοείμων]], [[μεγαλοείμων]], [[μελανείμων]], [[μελανοείμων]], [[μελανονεκυοείμων]], [[μονοείμων]], [[ποικιλείμων]], [[πολυείμων]], [[πτεροείμων]], [[φαιδροείμων]], [[φοινικοείμων]], [[χρυσοείμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἷμα:''' -ατος, τό ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένδυμα]]· στον πληθ., ρούχα, [[ένδυση]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκέπασμα]], [[τάπητας]], [[στρώμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}