3,277,048
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑκατοστός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αντιστοιχεί [[κατά]] [[σειρά]] και [[κατά]] [[τάξη]] στον αριθμό [[εκατό]], αυτός που βρίσκεται [[μετά]] τον ενενηκοστό ένατο και [[πριν]] τον εκατοστό πρώτο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εκατοστό</i><br />α) το [[εκατοστημόριο]], [[κάθε]] ένα από τα [[εκατό]] ίσα μέρη ή μόρια στα οποία διαιρείται ένα [[ποσό]] ή ένα [[μέγεθος]]<br />β) η τελευταία [[υποδιαίρεση]] τών νομισματικών μονάδων σε όσα κράτη ισχύει το δεκαδικό [[σύστημα]]<br />γ) το εκατοστό του μέτρου, το [[εκατοστόμετρο]]<br />δ) [[ποσό]] [[εκατοντάκις]] μικρότερο από κάποιο [[άλλο]] με το οποίο γίνεται [[σύγκριση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μια ή [[καμιά]] εκατοστή» — η [[εκατοντάδα]] ή [[περίπου]] [[εκατοντάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑκατοστή</i><br />η εκατοστή [[μοίρα]], το εκατοστό [[μέρος]] της αξίας κάποιου πράγματος ως φόρου («τὰ [[τέλη]] καὶ τὰ πολλὰς ἑκατοστάς»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑκατοστὰ φέρειν» — το να παράγει [[κάποιος]] εκατονταπλάσια. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑκατοστός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αντιστοιχεί [[κατά]] [[σειρά]] και [[κατά]] [[τάξη]] στον αριθμό [[εκατό]], αυτός που βρίσκεται [[μετά]] τον ενενηκοστό ένατο και [[πριν]] τον εκατοστό πρώτο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εκατοστό</i><br />α) το [[εκατοστημόριο]], [[κάθε]] ένα από τα [[εκατό]] ίσα μέρη ή μόρια στα οποία διαιρείται ένα [[ποσό]] ή ένα [[μέγεθος]]<br />β) η τελευταία [[υποδιαίρεση]] τών νομισματικών μονάδων σε όσα κράτη ισχύει το δεκαδικό [[σύστημα]]<br />γ) το εκατοστό του μέτρου, το [[εκατοστόμετρο]]<br />δ) [[ποσό]] [[εκατοντάκις]] μικρότερο από κάποιο [[άλλο]] με το οποίο γίνεται [[σύγκριση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μια ή [[καμιά]] εκατοστή» — η [[εκατοντάδα]] ή [[περίπου]] [[εκατοντάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑκατοστή</i><br />η εκατοστή [[μοίρα]], το εκατοστό [[μέρος]] της αξίας κάποιου πράγματος ως φόρου («τὰ [[τέλη]] καὶ τὰ πολλὰς ἑκατοστάς»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑκατοστὰ φέρειν» — το να παράγει [[κάποιος]] εκατονταπλάσια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑκᾰτοστός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[εκατοστός]], Λατ. [[centesimus]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐπ' ἑκατοστά</i>, με [[εκατό]] πτυχές, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἑκατοστή</i>, <i>ἡ</i>, το εκατοστό [[μέρος]], [[φόρος]] στην Αθήνα, σε Αριστοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |