ἕκηλος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕκηλος]], -ον, δωρ. τ. [[ἕκαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ήσυχος]], [[αμέριμνος]], [[ξέγνοιαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[χωρίς]] [[εμπόδιο]], [[ανεμπόδιστος]]<br /><b>3.</b> (για αγρό) [[ακαλλιέργητος]], [[χέρσος]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή [[καταιγίδα]], [[ασάλευτος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἕκηλα</i><br />[[ήσυχα]], ατάραχα.
|mltxt=[[ἕκηλος]], -ον, δωρ. τ. [[ἕκαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ήσυχος]], [[αμέριμνος]], [[ξέγνοιαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[χωρίς]] [[εμπόδιο]], [[ανεμπόδιστος]]<br /><b>3.</b> (για αγρό) [[ακαλλιέργητος]], [[χέρσος]]<br /><b>4.</b> (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή [[καταιγίδα]], [[ασάλευτος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἕκηλα</i><br />[[ήσυχα]], ατάραχα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕκηλος:''' Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = [[εὔκηλος]], [[ήσυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[ηρεμία]], σε [[γαλήνη]], Λατ. [[securus]], λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν [[κάτι]] για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· <i>ἕκηλοι συλήσετε</i>, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. [[χωρίς]] [[κώλυμα]] ή [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἕκ. εὕδειν</i>, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.
}}
}}