Anonymous

ἕκηλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕκηλος:''' Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = [[εὔκηλος]], [[ήσυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[ηρεμία]], σε [[γαλήνη]], Λατ. [[securus]], λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν [[κάτι]] για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· <i>ἕκηλοι συλήσετε</i>, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. [[χωρίς]] [[κώλυμα]] ή [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἕκ. εὕδειν</i>, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.
|lsmtext='''ἕκηλος:''' Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = [[εὔκηλος]], [[ήσυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[ηρεμία]], σε [[γαλήνη]], Λατ. [[securus]], λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν [[κάτι]] για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· <i>ἕκηλοι συλήσετε</i>, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. [[χωρίς]] [[κώλυμα]] ή [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἕκ. εὕδειν</i>, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκηλος:''' дор. тж. [[ἕκαλος|ἕκᾱλος]] 2<br /><b class="num">1)</b> спокойный, безмятежный: ἕ. ἐρρέτω Hom. пусть он уходит с миром; [[ἐᾶν]] ἕκηλόν τινα Soph. оставлять кого-л. в покое;<br /><b class="num">2)</b> бездеятельный: [[οὔτις]] ἕ. εἱστήκει Theocr. никто не стоял без дела: [[οὖθαρ]] ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH кормилица-пашня лежала без всходов.
}}
}}