ἐκλανθάνω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκλανθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] εντελώς από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να ξεχάσει<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ἐκλανθάνομαι</i><br />[[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] εντελώς.
|mltxt=[[ἐκλανθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] εντελώς από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να ξεχάσει<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ἐκλανθάνομαι</i><br />[[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] εντελώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλανθάνω:''' αόρ. βʹ <i>ἐξ-έλᾰθον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διαφεύγω]] εντελώς από την [[προσοχή]] κάποιου — Μέσ., με Παθ. παρακ. <i>ἐκλέλησμαι</i>, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] εντελώς, με γεν. πράγμ., σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Μτβ. σε ενεστ. [[ἐκληθάνω]], με αόρ. αʹ <i>ἐξέλησα</i>, Δωρ. <i>ἐξέλᾱσα</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>ἐκλέλᾰθον</i>· κάνω κάποιον να ξεχνά εντελώς [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., [[ἐκλέλαθον]] κιθαριστύν, τον έκαναν να λησμονήσει εντελώς την [[κιθαρωδία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}