Anonymous

ἐκλανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλανθάνω:''' αόρ. βʹ <i>ἐξ-έλᾰθον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διαφεύγω]] εντελώς από την [[προσοχή]] κάποιου — Μέσ., με Παθ. παρακ. <i>ἐκλέλησμαι</i>, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] εντελώς, με γεν. πράγμ., σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Μτβ. σε ενεστ. [[ἐκληθάνω]], με αόρ. αʹ <i>ἐξέλησα</i>, Δωρ. <i>ἐξέλᾱσα</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>ἐκλέλᾰθον</i>· κάνω κάποιον να ξεχνά εντελώς [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., [[ἐκλέλαθον]] κιθαριστύν, τον έκαναν να λησμονήσει εντελώς την [[κιθαρωδία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐκλανθάνω:''' αόρ. βʹ <i>ἐξ-έλᾰθον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διαφεύγω]] εντελώς από την [[προσοχή]] κάποιου — Μέσ., με Παθ. παρακ. <i>ἐκλέλησμαι</i>, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]] εντελώς, με γεν. πράγμ., σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Μτβ. σε ενεστ. [[ἐκληθάνω]], με αόρ. αʹ <i>ἐξέλησα</i>, Δωρ. <i>ἐξέλᾱσα</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>ἐκλέλᾰθον</i>· κάνω κάποιον να ξεχνά εντελώς [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., [[ἐκλέλαθον]] κιθαριστύν, τον έκαναν να λησμονήσει εντελώς την [[κιθαρωδία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκλανθάνω:''' эп. [[ἐκληθάνω]] (aor. 1 ἐξέλησα - дор. ἐξέλᾱσα, эп. aor. 2 [[ἐκλέλαθον]])<br /><b class="num">1)</b> заставлять совершенно забыть (τινά τινος Hom. - in tmesi, HH и τινά τι Hom.): [[Ἀΐδας]] ὁ ἐκλελάθων (Theocr. - v. l. ἐκλάθων) погружающий в полное забвение Аид;<br /><b class="num">2)</b> med. (aor. 2 ἐξελαθόμην, pf. ἐκλέλησμαι) совершенно забывать (τινος Hom., Soph., Polyb., Plut., Anth. и τινα или τι Eur., Luc., Plut.): ἐκλάθετο καταβῆναι Hom. он забыл, что надо сойти.
}}
}}