εἴκω: Difference between revisions

2,292 bytes added ,  30 December 2018
4
(10)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἴκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]], αποσύρομαι, απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> [[παραμερίζω]] σε [[ένδειξη]] [[τιμής]]<br /><b>3.</b> [[υποχωρώ]], παραδίνομαι σε [[ψυχικό]] [[πάθος]] ή [[ορμή]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις) [[ενδίδω]], [[υποκύπτω]] στις περιστάσεις<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[αποχωρώ]] από μια [[θέση]]<br /><b>6.</b> <b>(μτβ.)</b> [[παραδίνω]], [[αφήνω]], [[επιτρέπω]]<br /><b>7.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται, [[είναι]] δυνατό<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[εἴκω]] τινί τι» — [[είμαι]] [[κατώτερος]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] [[είκω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>weik</i>- «[[λυγίζω]], [[στρίβω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vijate</i> «[[φεύγω]]», που αποτελεί συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας [[καθώς]] και με αγγλοσαξ. <i>w</i><i>ī</i><i>can</i> «[[υποχωρώ]]» και αρχ. γερμ. <i>w</i><i>ī</i><i>hhan</i> «[[υποχωρώ]]», τα οποία όμως ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>weig</i>-. Τόσο η [[ρίζα]] <i>weik</i>- όσο και η [[ρίζα]] <i>weig</i>- αποτελούν προϊόντα παρεκτάσεως από μια αρχική [[ρίζα]] <i>wei</i>-].
|mltxt=[[εἴκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]], αποσύρομαι, απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> [[παραμερίζω]] σε [[ένδειξη]] [[τιμής]]<br /><b>3.</b> [[υποχωρώ]], παραδίνομαι σε [[ψυχικό]] [[πάθος]] ή [[ορμή]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις) [[ενδίδω]], [[υποκύπτω]] στις περιστάσεις<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[αποχωρώ]] από μια [[θέση]]<br /><b>6.</b> <b>(μτβ.)</b> [[παραδίνω]], [[αφήνω]], [[επιτρέπω]]<br /><b>7.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται, [[είναι]] δυνατό<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[εἴκω]] τινί τι» — [[είμαι]] [[κατώτερος]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] [[είκω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>weik</i>- «[[λυγίζω]], [[στρίβω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vijate</i> «[[φεύγω]]», που αποτελεί συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας [[καθώς]] και με αγγλοσαξ. <i>w</i><i>ī</i><i>can</i> «[[υποχωρώ]]» και αρχ. γερμ. <i>w</i><i>ī</i><i>hhan</i> «[[υποχωρώ]]», τα οποία όμως ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>weig</i>-. Τόσο η [[ρίζα]] <i>weik</i>- όσο και η [[ρίζα]] <i>weig</i>- αποτελούν προϊόντα παρεκτάσεως από μια αρχική [[ρίζα]] <i>wei</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἴκω:''' (<i>√ϜΙΚ</i>, πρβλ. Λατ. vi-to αντί vic-to) μέλ. <i>εἴξω</i>, αόρ. αʹ [[εἶξα]], Ιων. γʹ ενικ. [[εἴξασκε]]· πρβλ. [[εἰκαθεῖν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και γεν. τόπου, <i>μηδ' εἴκετε [[χάρμης]] Ἀργείοις</i>, μην υποχωρείτε από τη [[μάχη]] για την υπεράσπισή τους, στο ίδ.· <i>εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ</i>, Λατ. concedere alicui de [[via]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. μόνο, [[ενδίδω]] σε, [[υποχωρώ]] σε, [[είτε]] στη [[μάχη]], [[είτε]] ως [[ένδειξη]] [[τιμής]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[ενδίδω]] σε οποιοδήποτε [[πάθος]] ή [[ορμή]], <i>ᾧ θυμῷ εἴξας</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰδοῖ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για περιστάσεις, <i>πενίῃεἴκων</i>, στο ίδ.· <i>κακοῖς</i>, <i>ἀνάγκῃ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> <i>εἴκειν τινί τι</i>, όπου η αιτ. είναι επιρρηματική, [[μένος]] οὐδένι εἴκων, δεν υποκύπτει σε κανέναν που έχει [[εξουσία]], σε Όμηρ.· με σύστ. αντ., εἴξαντας ἃ [[δεῖ]], υποχωρώντας σε..., σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραδίδω]], [[αφήνω]], <i>εἶξαί τέ οἱ ἥνια</i>, [[βάζω]] στο [[άλογο]] τα [[ηνία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παραχωρώ]], [[επιτρέπω]], Λατ. concedere, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν [[ἡμῖν]] εἴκῃ, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., όπως το <i>παρείκει</i>, αυτό επιτρέπεται ή είναι δυνατό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[εἴκω]]:</b> [[μοιάζω]], [[φαίνομαι]] όμοιος με, βλ. [[ἔοικα]].
}}
}}