ἐμετικός: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμετικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αηδιαστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εμετικό</i><br />[[φάρμακο]] που φέρνει εμετό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] για έμετο<br /><b>2.</b> αυτός που παίρνει [[φάρμακο]] για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι γαστρίμαργοι)<br /><b>3.</b> (για [[δίαιτα]]) αυτή [[κατά]] την οποία γίνεται [[χρήση]] εμετικού.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμετικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αηδιαστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εμετικό</i><br />[[φάρμακο]] που φέρνει εμετό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] για έμετο<br /><b>2.</b> αυτός που παίρνει [[φάρμακο]] για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι γαστρίμαργοι)<br /><b>3.</b> (για [[δίαιτα]]) αυτή [[κατά]] την οποία γίνεται [[χρήση]] εμετικού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμετικός:''' -ή, -όν, αυτός που προκαλεί εμετό, [[εμετοκαθαρτικός]], λέγεται στους Ρωμαίους, σε Πλούτ.
}}
}}