Anonymous

ἐμετικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμετικός:''' -ή, -όν, αυτός που προκαλεί εμετό, [[εμετοκαθαρτικός]], λέγεται στους Ρωμαίους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐμετικός:''' -ή, -όν, αυτός που προκαλεί εμετό, [[εμετοκαθαρτικός]], λέγεται στους Ρωμαίους, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμετικός:''' <b class="num">1)</b> вызывающий рвоту, рвотный ([[φάρμακον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> подверженный частой рвоте (ζῷα Arst.; [[γυνή]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ гурман, обжора (искусственно вызываемой рвотой опоражнивающий себе желудок для новых пиршеств) (ἐ. ἐκ πεινατικοῦ γενόμενος Plut.).
}}
}}