3,277,636
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐναλλάσσω]], Α αττ. τ. ἐναλλάττω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] αμοιβαία, διαδοχικά<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής<br /><b>3.</b> [[διαδέχομαι]] άλλον στη [[σειρά]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αντικαθιστώ]]<br /><b>5.</b> (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>εναλλασσόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που [[κάθε]] [[φορά]] αντικαθίσταται από άλλον<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> «εναλλασσόμενο [[ρεύμα]]» — το ηλεκτρικό [[ρεύμα]] του οποίου η [[ένταση]] και η [[φορά]] εναλλάσσονται περιοδικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] (ρούχα)<br /><b>2.</b> «[[εναλλάσσω]] τον βαθμόν» — καθαιρούμαι από το [[αξίωμα]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]] («ἐναλλάξασα φόνον θανάτῳ» — πλήρωσε τον φόνο με θάνατο, Ευριπ.)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] την [[κατεύθυνση]] κάποιου, τον [[στρέφω]] [[αλλού]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> συναλλάσσομαι, έχω εμπορικές σχέσεις<br /><b>4.</b> [[διασταυρώνω]], [[βάζω]] σταυρωτά<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> διασταυρώνομαι αμοιβαία<br /><b>6.</b> [[ανατρέπω]], [[μετατρέπω]], [[αντιστρέφω]]<br /><b>7.</b> [[δίνω]] ως [[αντάλλαγμα]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> συναρθρώνομαι [[εναλλάξ]] («ἄρθρα ἐνηλλαγμένα», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[υφίσταμαι]] διαδοχικά ποικίλες μορφές<br /><b>10.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[αλλάζω]] [[θέση]]. | |mltxt=(AM [[ἐναλλάσσω]], Α αττ. τ. ἐναλλάττω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] αμοιβαία, διαδοχικά<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής<br /><b>3.</b> [[διαδέχομαι]] άλλον στη [[σειρά]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αντικαθιστώ]]<br /><b>5.</b> (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>εναλλασσόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που [[κάθε]] [[φορά]] αντικαθίσταται από άλλον<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> «εναλλασσόμενο [[ρεύμα]]» — το ηλεκτρικό [[ρεύμα]] του οποίου η [[ένταση]] και η [[φορά]] εναλλάσσονται περιοδικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] (ρούχα)<br /><b>2.</b> «[[εναλλάσσω]] τον βαθμόν» — καθαιρούμαι από το [[αξίωμα]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]] («ἐναλλάξασα φόνον θανάτῳ» — πλήρωσε τον φόνο με θάνατο, Ευριπ.)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] την [[κατεύθυνση]] κάποιου, τον [[στρέφω]] [[αλλού]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> συναλλάσσομαι, έχω εμπορικές σχέσεις<br /><b>4.</b> [[διασταυρώνω]], [[βάζω]] σταυρωτά<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> διασταυρώνομαι αμοιβαία<br /><b>6.</b> [[ανατρέπω]], [[μετατρέπω]], [[αντιστρέφω]]<br /><b>7.</b> [[δίνω]] ως [[αντάλλαγμα]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> συναρθρώνομαι [[εναλλάξ]] («ἄρθρα ἐνηλλαγμένα», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[υφίσταμαι]] διαδοχικά ποικίλες μορφές<br /><b>10.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[αλλάζω]] [[θέση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐναλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, παρακ. <i>-ήλλᾰχα</i>, Παθ. <i>-ήλλαγμαι</i>, αόρ. βʹ -ηλλάγην [ᾰ]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανταλλάσσω]], <i>φόνον θανάτῳ ἐν</i>., δηλ. [[πληρώνω]] για το φόνο με θάνατο, σε Ευρ.· <i>ἐνήλλαξεν τὴνὕβριν</i>, ανταπέδωσε την [[προσβολή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., μεταβάλλομαι, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας νὺξ [[ἥδε]] [[βάρος]]· ποια δραματική [[αλλαγή]] από την [[ημέρα]] έχει υποστεί αυτή η [[νύχτα]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> έχω εμπορικές σχέσεις με κάποιον, συναλλάσσομαι με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |