ἐνορούω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνορούω]] (Α) [[ορούω]]<br />[[αναπηδώ]], τινάζομαι [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐνορούω]] (Α) [[ορούω]]<br />[[αναπηδώ]], τινάζομαι [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνορούω:''' μέλ. <i>-ούσω</i>, [[αναπηδώ]] ή τινάζομαι προς την [[κατεύθυνση]] κάποιου, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}